Αναζήτησες τη λέξη "καβούκι" στα Ελληνικά

καβούκι καβούκι (το)

(Ουσιαστικό)

(κα-βού-κι, γεν. -ού,
πληθ. -α)

456.mp3 guaskë

(Emër)

(gu-a-skë, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

456.mp3 панцирь
audio/mp3/ru/other/456b.mp3 раковина

(Существительное)

(пан-цирь, γεν. -я,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я