Αναζήτησες τη λέξη "κέρμα" στα Ελληνικά

κέρμα κέρμα (το)

(Ουσιαστικό)

(κέρ-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

526.mp3 monedhë metalike

(Emër/Mbiemër)

(mo-ne-dhë me-ta-li-ke)

526.mp3 монета
audio/mp3/ru/other/526b.mp3 мелочь

(Существительное)

(мо-не-та, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я