Αναζήτησες τη λέξη "εφοδιάζω" στα Ελληνικά

εφοδιάζω εφοδιάζω

(Ρήμα)

(ενεστ. ε-φο-δι-ά-ζω, αόρ. εφοδίασα,
παθ. αόρ. εφοδιάστηκα, παθ. μτχ. εφοδιασμένος)

386.mp3 pajis

(Folje)

(e tashme pa-jis, e kr. thj v. pajisa,
e kr. thj. jov. u pajisa, pjesore pajisur)

386.mp3 снабжать

(Глагол)

(ενεστ. снаб-жать, αόρ. снабдил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. снабдился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. снабженный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я