Αναζήτησες τη λέξη "επίπεδο" στα Ελληνικά

επίπεδο επίπεδο (το)

(Ουσιαστικό)

(ε-πί-πε-δο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

356.mp3 nivel

(Emër)

(ni-vel, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

356.mp3 уровень
audio/mp3/ru/other/356b.mp3 плоскость

(Существительное)

(у-ро-вень, γεν. -я,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я