Αναζήτησες τη λέξη "επίδεσμος" στα Ελληνικά

επίδεσμος επίδεσμος (ο)

(Ουσιαστικό)

(ε-πί-δε-σμος, γεν. -ου,
πληθ. -οι, γεν. -ων)

351.mp3 fasho

(Emër)

(fa-sho, gj. -os,
sh. -ot, gj. -ove)

351.mp3 повязка
audio/mp3/ru/other/351b.mp3 бинт

(Существительное)

(по-вяз-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я