Αναζήτησες τη λέξη "εισπράττω" στα Ελληνικά

εισπράττω εισπράττω

(Ρήμα)

(ενεστ. εισ-πράτ-τω, αόρ. εισέπραξα,
παθ. αόρ. εισπράχθηκα)

305.mp3 marr

(Folje)

(e tashme marr, e kr. thj v. mora,
e kr. thj. jov. u mora, pjesore marrë)

305.mp3 взимать
audio/mp3/ru/other/305b.mp3 получать

(Глагол)

(ενεστ. взи-мать, αόρ. взял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. взялся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. взятый )

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я