Αναζήτησες τη λέξη "εισάγω" στα Ελληνικά

εισάγω εισάγω

(Ρήμα)

(ενεστ. ει-σά-γω, αόρ. εισήγαγα,
παθ. αόρ. εισήχθηκα, παθ. μτχ. εισηγμένος)

303.mp3 importoj

(Folje)

(e tashme im-por-toj, e kr. thj v. importova,
e kr. thj. jov. u importova, pjesore importuar)

303.mp3 импортировать
поступать

(Глагол)

(ενεστ. вво-дить, αόρ. ввел (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. ввелся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. введённый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я