Αναζήτησες τη λέξη "διαβατήριο" στα Ελληνικά

διαβατήριο διαβατήριο (το)

(Ουσιαστικό)

(δια-βα-τή-ρι-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

244.mp3 pasaportë

(Emër)

(pa-sa-por-të, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

244.mp3 паспорт

(Существительное)

(пас-порт, γεν. -а,
πληθ. -а, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я