Αναζήτησες τη λέξη "γυμνός" στα Ελληνικά

γυμνός γυμνός, -ή, -ό

(Επίθετο)

(γυ-μνός, γεν. -ού, -ής, -ού,
πληθ. -οί, -ές, -ά)

215.mp3 lakuriq, -e

(Mbiemër)

(la-ku-riq,
-ë , -e)

215.mp3 голый, -ая, -ое

(Прилагательное)

(го-лый, γεν. -ого, -ой, -ого,
πληθ. -ые, -ые, -ые)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я