Αναζήτησες τη λέξη "γενναίος" στα Ελληνικά

γενναίος γενναίος, -α, -ο

(Επίθετο)

(γεν-ναί-ος, γεν. -ου, -ας, -ου,
πληθ. -οι, -ες, -α)

180.mp3 (i,e) guximshëm, -e

(Mbiemër)

((i,e) gu-xim-shme,
(e,të) -m, -e)

180.mp3 мужественный, -ая, -ое
audio/mp3/ru/other/180b.mp3 смелый

(Прилагательное)

(му-жест-вен-ный, γεν. -ого, -ой, -ого,
πληθ. -ые, -ые, -ые)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я