Αναζήτησες τη λέξη "βιβλιοπωλείο" στα Ελληνικά

βιβλιοπωλείο βιβλιοπωλείο (το)

(Ουσιαστικό)

(βι-βλι-ο-πω-λεί-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

134.mp3 librari

(Emër)

(li-bra-ri, gj. -së,
sh. -të, gj. -ive)

134.mp3 книжный магазин

(Существительное)

(книж-ный ма-га-зин)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я