Αναζήτησες τη λέξη "αυτί" στα Ελληνικά

αυτί αυτί (το)

(Ουσιαστικό)

(αυ-τί, γεν. -ιού,
πληθ. -ιά, γεν. -ιών)

100.mp3 vesh

(Emër)

(vesh, gj. -it,
sh. -ët, gj. -ëve)

100.mp3 ухо

(Существительное)

(у-хо, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я