Αναζήτησες τη λέξη "ανεβάζω" στα Ελληνικά

ανεβάζω ανεβάζω

(Ρήμα)

(ενεστ. α-νε-βά-ζω, αόρ. ανέβασα,
παθ. μτχ. ανεβασμένος)

76.mp3 ngre

(Folje)

(e tashme ngre, e kr. thj v. ngrita,
pjesore ngritur)

76.mp3 поднимать

(Глагол)

(ενεστ. под-ни-мать, αόρ. поднял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. поднятый)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я