Αναζήτησες τη λέξη "ανασκαφή" στα Ελληνικά

ανασκαφή ανασκαφή (η)

(Ουσιαστικό)

(α-να-σκα-φή, γεν. -ής,
πληθ. -ές, γεν. -ών)

70.mp3 gërmim

(Emër)

(gër-mim, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

70.mp3 раскопки

(Существительное)

(раскопки,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я