Αναζήτησες τη λέξη "αλυσίδα" στα Ελληνικά

αλυσίδα αλυσίδα (η)

(Ουσιαστικό)

(α-λυ-σί-δα, γεν. -ας,
πληθ. -ες, γεν. -ων)

46.mp3 zinxhir
audio/mp3/al/other/46b.mp3 varëse

(Emër)

(zin-xhir/varëse, gj. -it,
sh. -at, gj. -ave)

46.mp3 цепь

(Существительное)

(цепь, γεν. -и,
πληθ. -и, γεν. -ей)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я