Αναζήτησες τη λέξη "έφηβος" στα Ελληνικά

έφηβος έφηβος (ο,η)

(Ουσιαστικό)

(έ-φη-βος, γεν. -ου,
πληθ. -οι, γεν. -ων)

384.mp3 adoleshent

(Emër)

(a-do-le-shent, gj. -it,
sh. -ët, gj. -ëve)

384.mp3 подросток

(Существительное)

(под-рос-ток, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я