Αναζήτησες τη λέξη "έγκυος" στα Ελληνικά

έγκυος έγκυος (η)

(Ουσιαστικό)

(έ-γκυ-ος, γεν. -ου,
πληθ. -ες, γεν. -ων)

293.mp3 shtatzënë

(Emër)

(shtat-zë-në, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

293.mp3 беременная

(Существительное, прилагательное)

(бе-ре-мен-на-я)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я