Αναζήτησες τη λέξη "άρωμα" στα Ελληνικά

άρωμα άρωμα (το)

(Ουσιαστικό)

(ά-ρω-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

91.mp3 aromë

(Emër)

(a-ro-më, gj. -ës,
sh. -at, gj. -ave)

91.mp3 запах
audio/mp3/ru/other/91b.mp3 аромат

(Существительное)

(за-пах, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я