Αναζήτησες τη λέξη "ящик" στα Ρωσικά
530.mp3 ящик (Существительное) (я-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | κιβώτιο κιβώτιο (το) (Ουσιαστικό) (κι-βώ-τι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 530.mp3 arkë (Emër/Emër) (ar-kë/ku-ti) |
Αναζήτησες τη λέξη "ящик" στα Ρωσικά
530.mp3 ящик (Существительное) (я-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | κιβώτιο κιβώτιο (το) (Ουσιαστικό) (κι-βώ-τι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 530.mp3 arkë (Emër/Emër) (ar-kë/ku-ti) |