Αναζήτησες τη λέξη "швейцар" στα Ρωσικά
445.mp3 швейцар (Существительное) (швей-цар, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | θυρωρός θυρωρός (ο) (Ουσιαστικό) (θυ-ρω-ρός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 445.mp3 portier (Emër) (por-ti-er, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) |