Αναζήτησες τη λέξη "циркулировать" στα Ρωσικά
623.mp3 циркулировать (Глагол) (ενεστ. цир-ку-ли-ро-вать, αόρ. циркулировал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
κυκλοφορώ κυκλοφορώ (Ρήμα) (ενεστ. κυ-κλο-φο-ρώ, αόρ. κυκλοφόρησα, | 623.mp3 qarkulloj (Folje) (e tashme qar-ku-lloj, e kr. thj v. qarkullova, |