Αναζήτησες τη λέξη "утешать" στα Ρωσικά
899.mp3 утешать (Глагол) (ενεστ. у-те-шать, αόρ. утешил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
παρηγορώ παρηγορώ (Ρήμα) (ενεστ. πα-ρη-γο-ρώ, αόρ. παρηγόρησα, | 899.mp3 ngushëlloj (Folje) (e tashme ngu-shë-lloj, e kr. thj v. ngushëllova, |