Αναζήτησες τη λέξη "усталость" στα Ρωσικά 590.mp3 усталость(Существительное)(ус-та-лость, γεν. -и)ПримерыУ него от усталости болело всё тело. Он чуть в обморок не упал от усталости. κούραση κούραση (η) (Ουσιαστικό)(κού-ρα-ση, γεν. -ης)ΠαραδείγματαΠονούσε ολόκληρο το σώμα του από την κούραση. Παραλίγο να λιποθυμήσει από την κούραση. 590.mp3 lodhje(Emër)(lo-dhje)ShembujTërë trupi e dhimbte nga lodhja. Pothuajse i ra të fikët nga lodhja. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я