Αναζήτησες τη λέξη "усадьба" στα Ρωσικά
618.mp3 усадьба (Существительное) (у-садь-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) | κτήμα κτήμα (το) (Ουσιαστικό) (κτή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 618.mp3 pronë (Emër) (pro-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) |
Αναζήτησες τη λέξη "усадьба" στα Ρωσικά
618.mp3 усадьба (Существительное) (у-садь-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) | κτήμα κτήμα (το) (Ουσιαστικό) (κτή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 618.mp3 pronë (Emër) (pro-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) |