Αναζήτησες τη λέξη "удивлять" στα Ρωσικά
808.mp3 удивлять (Глагол) (ενεστ. у-див-лять, αόρ. удивил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ξαφνιάζω ξαφνιάζω (Ρήμα) (ενεστ. ξαφ-νιά-ζω, αόρ. ξάφνιασα, | 808.mp3 befasoj (Folje) (e tashme be-fa-soj, e kr. thj v. befasova, |