Αναζήτησες τη λέξη "уверенный" στα Ρωσικά
124.mp3 уверенный, -ая, -ое (Прилагательное) (у-ве-рен-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | βέβαιος βέβαιος, -η, -ο (Επίθετο) (βέ-βαι-ος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 124.mp3 (i,e) sigurt (Mbiemër) ((i,e) si-gurt, (e,të) -t, -a) |