Αναζήτησες τη λέξη "турист" στα Ρωσικά
1066.mp3 турист (Существительное) (ту-рист, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | τουρίστας τουρίστας (ο) (Ουσιαστικό) (του-ρί-στας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1066.mp3 turist (Emër) (tu-rist, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ët) |