Αναζήτησες τη λέξη "тротуар" στα Ρωσικά
907.mp3 тротуар (Существительное) (тро-ту-ар, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | πεζοδρόμιο πεζοδρόμιο (το) (Ουσιαστικό) (πε-ζο-δρό-μι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 907.mp3 trotuar (Emër) (tro-tu-ar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) |