Αναζήτησες τη λέξη "треснуть" στα Ρωσικά
973.mp3 треснуть (Глагол) (ενεστ. трес-нуть, αόρ. треснул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ραγίζω ραγίζω (Ρήμα) (ενεστ. ρα-γί-ζω, αόρ. ράγισα, | 973.mp3 plasarit (Folje) (e tashme pla-sa-rit, e kr. thj v. plasarita, |