Αναζήτησες τη λέξη "тормоз" στα Ρωσικά 1116.mp3 тормоз(Существительное)(тор-моз, γεν. -а,πληθ. -а, γεν. -ов)ПримерыОн резко нажал на тормоз и автомобиль остановился. Он прекратил своё расточительство. φρένο φρένο (το) (Ουσιαστικό)(φρέ-νο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΠάτησε απότομα φρένο και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Έβαλε φρένο στις σπατάλες του. 1116.mp3 fren(Emër)(fren, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujShkeli menjëherë frenat dhe ndaloi makinën. Vuri fren në shpërdorimet e tij. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я