Αναζήτησες τη λέξη "ступать" στα Ρωσικά
904.mp3 ступать (Глагол) (ενεστ. сту-пать, αόρ. ступил (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |
πατώ πατώ (Ρήμα) (ενεστ. πα-τώ, αόρ. πάτησα, | 904.mp3 shkel (Folje) (e tashme shkel, e kr. thj v. shkela, |
Αναζήτησες τη λέξη "ступать" στα Ρωσικά
904.mp3 ступать (Глагол) (ενεστ. сту-пать, αόρ. ступил (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |
πατώ πατώ (Ρήμα) (ενεστ. πα-τώ, αόρ. πάτησα, | 904.mp3 shkel (Folje) (e tashme shkel, e kr. thj v. shkela, |