Αναζήτησες τη λέξη "стричься" στα Ρωσικά
591.mp3 стричься (Глагол) (ενεστ. стричь-ся, αόρ. постриг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
κουρεύομαι κουρεύομαι (Ρήμα) (ενεστ. κου-ρεύ-ο-μαι | 591.mp3 qethem (Folje) (e tashme qe-them, e kr. thj v. qetha, |
Αναζήτησες τη λέξη "стричься" στα Ρωσικά
591.mp3 стричься (Глагол) (ενεστ. стричь-ся, αόρ. постриг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
κουρεύομαι κουρεύομαι (Ρήμα) (ενεστ. κου-ρεύ-ο-μαι | 591.mp3 qethem (Folje) (e tashme qe-them, e kr. thj v. qetha, |