Αναζήτησες τη λέξη "снимать пену" στα Ρωσικά
809.mp3 снимать пену (Глагол) (ενεστ. сни-мать пе-ну, αόρ. снял пену (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |
ξαφρίζω ξαφρίζω (Ρήμα) (ενεστ. ξα-φρί-ζω, αόρ. ξάφρισα, | 809.mp3 heq shkumën (Folje/Emër) (heq shku-mën/vjedh) |