Αναζήτησες τη λέξη "следить" στα Ρωσικά
897.mp3 следить (Глагол) (ενεστ. сле-дить, αόρ. проследил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
παρακολουθώ παρακολουθώ (Ρήμα) (ενεστ. πα-ρα-κο-λου-θώ, αόρ. παρακολούθησα, | 897.mp3 ndjek (Folje) (e tashme ndjek, e kr. thj v. ndoqa, |