Αναζήτησες τη λέξη "сладкий" στα Ρωσικά
196.mp3 сладкий, -ая, -ое (Прилагательное) (слад-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) | γλυκός γλυκός, -ιά, -ό (Επίθετο) (γλυ-κός, γεν. -ού, -ιάς, -ού, πληθ. -οί, -ιές, -ά) | 196.mp3 (i,e) ëmbël (Mbiemër) ((i,e) ë-mbël, (e,të) -l, -a) |