Αναζήτησες τη λέξη "сеять" στα Ρωσικά
1014.mp3 сеять (Глагол) (ενεστ. се-ять, αόρ. посеял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |
σπέρνω σπέρνω (Ρήμα) (ενεστ. σπέρ-νω, αόρ. έσπειρα, Παραδείγματα | 1014.mp3 mbjell (Folje) (e tashme mbjell, e kr. thj v. mbolla, |