Αναζήτησες τη λέξη "свидетельствовать" στα Ρωσικά

707.mp3 свидетельствовать

(Глагол)

(ενεστ. сви-де-тель-ство-вать, αόρ. засвидетельствовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. засвидетельствовался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. засвидетельствованный)

μαρτυρώ μαρτυρώ

(Ρήμα)

(ενεστ. μαρ-τυ-ρώ, αόρ. μαρτύρησα,
παθ. αόρ. μαρτυρήθηκα, παθ. μτχ. μαρτυρημένος)

707.mp3 tregoj

(Folje)

(e tashme tre-goj, e kr. thj v. tregova,
e kr. thj. jov. u tregova, pjesore treguar)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я