Αναζήτησες τη λέξη "рушить" στα Ρωσικά
191.mp3 рушить (Глагол) (ενεστ. ру-шить, αόρ. разрушил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
γκρεμίζω γκρεμίζω (Ρήμα) (ενεστ. γκρε-μί-ζω, αόρ. γκρέμισα, | 191.mp3 rrëzoj (Folje) (e tashme rrë-zoj, e kr. thj v. rrëzova, |