Αναζήτησες τη λέξη "рот" στα Ρωσικά 1022.mp3 рот(Существительное)(рот, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыОн разговаривает с полным ртом. Новость распространилась из уст в уста. Ей нужно пять ртов накормить. στόμα στόμα (το) (Ουσιαστικό)(στό-μα, γεν. -ατος,πληθ. -ατα, γεν. -άτων)ΠαραδείγματαΜιλάει με γεμάτο το στόμα του. Η είδηση διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Έχει πέντε στόματα να ταΐσει. 1022.mp3 gojë(Emër)(go-jë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujFlet me gojën e tij plot. Lajmi u përhap nga goja në gojë. Ka pesë gojëra të ushqejë. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я