Αναζήτησες τη λέξη "ронять" στα Ρωσικά
979.mp3 ронять (Глагол) (ενεστ. ки-дать, αόρ. кинул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ρίχνω ρίχνω (Ρήμα) (ενεστ. ρί-χνω, αόρ. έριξα, Παραδείγματα | 979.mp3 hedh (Folje) (e tashme hedh, e kr. thj v. hodha, |
Αναζήτησες τη λέξη "ронять" στα Ρωσικά
979.mp3 ронять (Глагол) (ενεστ. ки-дать, αόρ. кинул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ρίχνω ρίχνω (Ρήμα) (ενεστ. ρί-χνω, αόρ. έριξα, Παραδείγματα | 979.mp3 hedh (Folje) (e tashme hedh, e kr. thj v. hodha, |