Αναζήτησες τη λέξη "рожать" στα Ρωσικά
181.mp3 рожать (Глагол) (ενεστ. ро-жать, αόρ. родил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
γεννώ γεννώ (Ρήμα) (ενεστ. γεν-νώ, αόρ. γέννησα, | 181.mp3 lind (Folje) (e tashme lind/pjell, e kr. thj v. linda/polla, |
Αναζήτησες τη λέξη "рожать" στα Ρωσικά
181.mp3 рожать (Глагол) (ενεστ. ро-жать, αόρ. родил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
γεννώ γεννώ (Ρήμα) (ενεστ. γεν-νώ, αόρ. γέννησα, | 181.mp3 lind (Folje) (e tashme lind/pjell, e kr. thj v. linda/polla, |