Αναζήτησες τη λέξη "расстилать" στα Ρωσικά
86.mp3 расстилать (Глагол) (ενεστ. рас-сти-лать, αόρ. расстелил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
απλώνω απλώνω (Ρήμα) (ενεστ. α-πλώ-νω, αόρ. άπλωσα, | 86.mp3 ndej (Folje) (e tashme ndej/shpa-los, e kr. thj v. ndeva/shpalosa, |