Αναζήτησες τη λέξη "раскопки" στα Ρωσικά
70.mp3 раскопки (Существительное) (раскопки, πληθ. -и) | ανασκαφή ανασκαφή (η) (Ουσιαστικό) (α-να-σκα-φή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) Παραδείγματα | 70.mp3 gërmim (Emër) (gër-mim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |