Αναζήτησες τη λέξη "рана" στα Ρωσικά
1069.mp3 рана (Существительное) (трав-ма, γεν. -ы, πληθ. -ы) | τραύμα τραύμα (το) (Ουσιαστικό) (τραύ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 1069.mp3 traumë (Emër) (tra-u-më/pla-gë, gj. -ës/ës, sh. -at/at, gj. -ave/ave) |