Αναζήτησες τη λέξη "пьянеть" στα Ρωσικά 718.mp3 пьянеть(Глагол)(ενεστ. пья-неть, αόρ. опьянел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), παθ. μτχ. опьянённый)ПримерыОн пьет много вина и пьянеет. Не пей алкоголь, опьянеешь. Меня пьянит твой запах. μεθώ μεθώ(Ρήμα)(ενεστ. με-θώ, αόρ. μέθυσα, παθ. μτχ. μεθυσμένος)ΠαραδείγματαΠίνει πολύ κρασί και μεθάει. Μην πίνεις αλκοόλ, θα μεθύσεις. Το άρωμά σου με μεθάει. 718.mp3 deh(Folje)(e tashme deh, e kr. thj v. deha, e kr. thj. jov. u deha, pjesore dehur)ShembujPi verë shumë dhe dehet. Mos pi alkool, do të dehesh. Aroma jote më deh. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я