Αναζήτησες τη λέξη "публичный" στα Ρωσικά
240.mp3 публичный, -ая, -ое (Прилагательное) (пуб-лич-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | δημόσιος δημόσιος, -α, -ο (Επίθετο) (δη-μό-σι-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 240.mp3 publik (Mbiemër/Mbiemër) (pu-blik/zyr-tar) |