Αναζήτησες τη λέξη "проходить" στα Ρωσικά
914.mp3 проходить (Глагол) (ενεστ. про-хо-дить, αόρ. прошёл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
περνώ περνώ (Ρήμα) (ενεστ. περ-νώ, αόρ. πέρασα, | 914.mp3 kaloj (Folje) (e tashme ka-loj, e kr. thj v. kalova, |
Αναζήτησες τη λέξη "проходить" στα Ρωσικά
914.mp3 проходить (Глагол) (ενεστ. про-хо-дить, αόρ. прошёл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
περνώ περνώ (Ρήμα) (ενεστ. περ-νώ, αόρ. πέρασα, | 914.mp3 kaloj (Folje) (e tashme ka-loj, e kr. thj v. kalova, |