Αναζήτησες τη λέξη "просеивать" στα Ρωσικά
577.mp3 просеивать (Глагол) (ενεστ. про-се-и-вать, αόρ. просеял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
κοσκινίζω κοσκινίζω (Ρήμα) (ενεστ. κο-σκι-νί-ζω, αόρ. κοσκίνισα, | 577.mp3 shoshit (Folje) (e tashme sho-shit, e kr. thj v. shoshita, |