Αναζήτησες τη λέξη "просеивать" στα Ρωσικά

577.mp3 просеивать

(Глагол)

(ενεστ. про-се-и-вать, αόρ. просеял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. просеялся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. просеянный)

κοσκινίζω κοσκινίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. κο-σκι-νί-ζω, αόρ. κοσκίνισα,
παθ. αόρ. κοσκινίστηκα, παθ. μτχ. κοσκινισμένος)

577.mp3 shoshit

(Folje)

(e tashme sho-shit, e kr. thj v. shoshita,
e kr. thj. jov. u shoshita, pjesore shoshitur)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я