Αναζήτησες τη λέξη "прорастать" στα Ρωσικά
1129.mp3 прорастать (Глагол) (ενεστ. про-рас-тать, αόρ. пророс (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
φυτρώνω φυτρώνω (Ρήμα) (ενεστ. φυ-τρώ-νω, αόρ. φύτρωσα, Παραδείγματα | 1129.mp3 mbij (Folje) (e tashme mbij, e kr. thj v. mbiva, |