Αναζήτησες τη λέξη "причёсывать" στα Ρωσικά
1164.mp3 причёсывать (Глагол) (ενεστ. при-чё-сы-вать, αόρ. причесал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
χτενίζω χτενίζω (Ρήμα) (ενεστ. χτε-νί-ζω, αόρ. χτένισα, Παραδείγματα | 1164.mp3 kreh (Folje) (e tashme kreh, e kr. thj v. kreha, |